- εκτικως
- ἑκτικῶςпривычно, т.е. опытно, умело, бегло, плавно
(ἀναγινώσκειν Diod.; ἑ. καὴ τεχνικῶς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀναγινώσκειν Diod.; ἑ. καὴ τεχνικῶς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκτικώς — κτίζω people perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκτικῶς — ἑκτικός formed by adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτικός — ή, ό (Α ἑκτικός, ή, όν) Ι. μσν. νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση αρχ. 1. συνήθης, συνεχής, καθ έξιν 2. ικανός, επιτήδειος για κάτι 3. καχεκτικός, απισχναντικός… … Dictionary of Greek
ՈՒՆԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0549 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑκτικῶς habitualiter. Ի բնէ ունելով. եւ Ունակութեամբ ստանալով. *Յաճումն եւ ի շարժութիւն միայն հաղորդեալ էապէս եւ ունակաբար. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)